δυστυχῇ

δυστυχῇ
δυστυχέω
to be unlucky
pres subj mp 2nd sg
δυστυχέω
to be unlucky
pres ind mp 2nd sg
δυστυχέω
to be unlucky
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυστυχῆ — δυστυχής unlucky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δυστυχής unlucky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δυστυχής unlucky masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστυχῆι — δυστυχῇ , δυστυχέω to be unlucky pres subj mp 2nd sg δυστυχῇ , δυστυχέω to be unlucky pres ind mp 2nd sg δυστυχῇ , δυστυχέω to be unlucky pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dance of Zalongo — The term Dance of Zalongo refers to an event in Greek history involving a mass suicide of women from Souli and their children during the Souliote war of 1803, near the village of Zalongo in Epirus. The name also refers to popular dance song… …   Wikipedia

  • δυσαριστοτόκεια — δυσαριστοτόκεια, η (Α) δύστυχη μάνα άριστου γιου …   Dictionary of Greek

  • δυσμήτηρ — δυσμήτηρ, η (Α) κακή, δύστυχη μητέρα …   Dictionary of Greek

  • δυσπάρθενος — δυσπάρθενος, η (Α) δύστυχη κόρη …   Dictionary of Greek

  • δυστυχώ — (AM δυστυχῶ ( έω) είμαι άτυχος, δυστυχισμένος νεοελλ. βρίσκομαι σε οικονομική εξαθλίωση (αρχ. μσν.) έχω το δυστύχημα να έχω («τὴν λίμνην ἀντιμέτωπον δυστυχήσαντες») αρχ. 1. παθ. καταντώ δυστυχής 2. (με εμπρόθ. προσδ.) υφίσταμαι ατυχία («δυστυχῆ… …   Dictionary of Greek

  • δύσζωος — δύσζωος, ον (Α) φρ. «δύσζωος βίος» δύστυχη ζωή …   Dictionary of Greek

  • εμ — (I) ἐμ (Α) (πρόθεση) ἐν ἡ εἰς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εν]. (II) (και έμι, έμου, όμου, χέμι, χέμα) επιφώνυμα που εκφράζει: α) δυσανασχέτηση («εμ, στα λεγα αλλά δε μ άκουγες») β) απορία («εμ, τί να σού κάνει κι αυτή η δύστυχη») γ) εγκατέρτηση («εμ, τί να… …   Dictionary of Greek

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”